μπιχλιμπίδια

μπιχλιμπίδια
τα побрякушки, безделушки

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "μπιχλιμπίδια" в других словарях:

  • μπιχλιμπίδι — το συν. στον πληθ. τα μπιχλιμπίδια α) μικρά και ασήμαντα αντικείμενα, ευτελή κοσμήματα, παιχνίδια κ.λπ. β) διακοσμητικές λεπτομέρειες επίπλου ή ενδύματος γ) (ειρωνικά) παράσημα, γαλόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λεμπλεμπίδια «στραγάλια»] …   Dictionary of Greek

  • μπιχλιμπίδι — το μικρό και ασήμαντο αντικείμενο: Στον καθρέφτη του αυτοκινήτου κρέμασε μπιχλιμπίδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»